Νιούπορτ

Νιούπορτ
I
(Newport). Πόλη (115.600 κάτ. το 2003) της Μεγάλης Βρετανίας, στην κομητεία Μονμαουθσάιρ. Βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Ασκ. Τελευταία παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη χάρη στους γαιάνθρακες της Ν. Ουαλίας. Είναι πόλη με άριστη ρυμοτομία και ευρύτατους δρόμους. Τα σπουδαιότερα μνημεία της πόλης είναι το κτίριο του δημαρχείου, δύο θέατρα, η μονή των δομινικανών και ένας ναός, ο οποίος έως το 1921, ήταν ο καθεδρικός ναός της αγγλικανικής διοίκησης του Μόνμοθ. Από τις βιομηχανίες της σπουδαιότερες είναι τα ναυπηγεία, τα χυτήρια και εργοστάσια χαλυβδοσωλήνων, μηχανών, σιδηροδρομικού υλικού και λέβητων, η ζυθοποιία και χημική βιομηχανία. Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, η βιομηχανία πολεμοφοδίων που υπήρχε εκεί συνέβαλε πολύ στον εξοπλισμό της χώρας.
Η πόλη λεγόταν το 1187 Novus Burgus και αργότερα πέρασε διαδοχικά στην εξουσία των κόμητων του Γκλόστερ και Στάνφορντ, των δουκών Μπάκιγχαμ (1483) και των οίκων Πέμπρουκ και Μποφόρ (19ος αι.).
II
(Newport). Λουτρόπολη (27.300 κάτ. το 2003) των ΗΠΑ, στην πολιτεία Ροντ Άιλαντ (βλ. λ.). Βρίσκεται στον κόλπο Ναραγκάνσετ και έτσι έχει ευρύχωρο και ασφαλισμένο λιμάνι. Ανάμεσα στα σπουδαία μνημεία της ξεχωρίζει το παλαιό κυβερνείο (1739) στο οποίο βρίσκονται προσωπογραφίες γνωστών καλλιτεχνών, επίσης το μουσείο (1699), ένας νορβηγικός πύργος (1675) και η αρχαιότερη αμερικάνικη συναγωγή (1763).
Η πόλη ιδρύθηκε από αυτονομιστές της Μασαχουσέτης (1639) και για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα είχε ανεξάρτητη κυβέρνηση. Πέρασε διαδοχικά στην εξουσία των Άγγλων και Γάλλων, οι τελευταίοι μάλιστα είχαν δημιουργήσει εκεί και ναυτική βάση. Η κυρίως λουτρόπολη βρίσκεται στα νότια της πόλης, στον Ατλαντικό Ωκεανό. Η λουτρόπολη αυτή είναι το πιο πολυσύχναστο θέρετρο της περιοχής, στο οποίο παραθερίζουν κυρίως οι εύποροι κάτοικοι της Νέας Υόρκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιζέρ — I (Isère). Ποταμός (περ. 80 χλμ.) της βόρειας Γαλλίας και του δυτικού Βελγίου. Πηγάζει από το Σεντ Ομέρ και εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, σε απόσταση 3 χλμ. από το Νιούπορτ. Μάχη του Ι. Με την ονομασία αυτή είναι γνωστό το τελευταίο επεισόδιο της… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • Βιρτζίνια — (Virginia). Πολιτεία (105.586 τ. χλμ., 7.187.734 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται Α από τον Ατλαντικό ωκεανό, που σχηματίζει τον κόλπο Τσέζαπικ, και συνορεύει ΒΑ με την πολιτεία Μέριλαντ και την ομόσπονδη… …   Dictionary of Greek

  • Γκιμπς, Όλιβερ Γουόλκοτ — (Oliver Wallcot Gibbs, Νέα Υόρκη 1822 – Νιούπορτ 1908).Αμερικανός χημικός. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, δημοσίευσε σημαντικές μελέτες στον τομέα των σύνθετων ενώσεων του αμμωνίου και του κοβαλτίου, των οξέων, του διαχωρισμού των… …   Dictionary of Greek

  • Γκραπελί, Στεφάν — (Stephane Grappelli, Παρίσι 1908 – 1997). Γάλλος μουσικός. Ο Γ. θεωρείται ο σημαντικότερος βιολονίστας της μουσικής τζαζ και ένας από τους λίγους που κατόρθωσαν να ενσωματώσουν το βιολί τόσο αρμονικά στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα.… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίναγουεϊ Πίτερ — (Peter Greenaway, Νιούπορτ, Ουαλία 1942 –). Βρετανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ζωγράφος. Σπούδασε αρχικά ζωγραφική στο κολέγιο καλών τεχνών Γουάλθαμστοου, αλλά ξεκίνησε να ασχολείται πειραματικά με τον κινηματογράφο από το 1965,… …   Dictionary of Greek

  • Γουίτ, νήσος του- — (Isle of Wight). Νησί (381 τ. χλμ., 129.400 κάτ. το 2000) της νότιας ακτής της Αγγλίας. Διοικητικά αποτελεί κομητεία που στα βόρεια συνορεύει με την κομητεία του Χαμσάιρ. Διασχίζεται προς όλες τις κατευθύνσεις από μικρούς ασβεστολιθικούς λόφους.… …   Dictionary of Greek

  • Γουόλτον, Σάμουελ Μουρ — (Samuel Moore Walton, Κίνγκφισερ, Οκλαχόμα 1918 – 1992). Αμερικανός επιχειρηματίας. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Μισούρι και το 1945 άνοιξε το πρώτο του κατάστημα στο Νιούπορτ του Αρκάνσας, ως δικαιοδόχος για την αλυσίδα καταστημάτων… …   Dictionary of Greek

  • Γουότερς, Μάντι — (Muddy Waters, 1915 – 1983). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του αφροαμερικανού συνθέτη, κιθαρίστα και τραγουδιστή Μακ Κίνλεϊ Μόργκανφιλντ (McKinley Morganfield). Ο Γ. θεωρείται ίσως ο σπουδαιότερος μουσικός μπλουζ του 20ού αι. Αναμόρφωσε την αποκαλούμενη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”